- ναυστόλημα
- ναυστόλ-ημα, ατος, τό, in pl., = sq.,A
πόντου ναυστολήμαθ' E.Supp.209
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόντου ναυστολήμαθ' E.Supp.209
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυστόλημα — ναυστόλημα, τὸ (Α) [ναυστολώ] συν. στον πληθ. τά ναυστολήματα η ναυστολία* … Dictionary of Greek
ναυστολήμαθ' — ναυστολήματα , ναυστόλημα neut nom/voc/acc pl ναυστολήματι , ναυστόλημα neut dat sg ναυστολήματε , ναυστόλημα neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)